Παράθυρο χωρίς θέα
Έπιασε βροχή απόψε
και μούσκεψαν τα όνειρά μου.
Σαν δάκρυα ανθρώπων πέφτουν οι σταγόνες
πάνω στο τζάμι,
και κρύβουν περίτεχνα τον δρόμο.
Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα,
τα έχει σκεπάσει όλα μια ομίχλη.
Θα κλείσω λίγο το παντζούρι.
Ίσα που να περάσει η μπόρα και η ταραχή.
Άναψε σε παρακαλώ, το παλιό λυχνάρι.
Θέλω να βάλω δίπλα τα όνειρά μου να στεγνώσουν και να ζεσταθούν.
Έπειτα, θα τα αγκαλιάσω στοργικά όπως μια μάνα τα παιδιά της.
Ω, κοίτα πόσο μουντά είναι.
Μην ανησυχείς,
αύριο θα ανοίξω το παράθυρο
και θα διατάξω τον ήλιο
να τους χαρίσει λίγη απ΄ την λάμψη του.
Ναι, αύριο θα 'ναι μια ηλιόλουστη μέρα.
Άναψε κι ένα κερί, να φωτιστούν στο σκοτάδι
οι αλήθειες μας, αυτές οι κρυφές,
οι ενδόμυχες σκέψεις. Καληνύχτα. Μ.Σ.
Δάκρυα σταλαχτίτες
Μια αόρατη
νύμφη κοντά στο
παράθυρο
Γαλάζια είναι
τα μάτια της
και κόκκινα τα
χείλη
Έξω βαρύ
το κρύο, ο
ήλιος κρυμμένος
Δέντρα ψηλά,
βαμβάκια στα κλαδιά
τους
~
Στιβάδες χιονιού
πέφτουν από τον
ουρανό
Σαν αστεράκια
ψεύτικα επάνω στα
μαλλιά της
Και εκείνη
συλλογιέται τα χρόνια
που περάσανε
Τις πίκρες ,
τις χαρές, τις
προσδοκίες, τις χίμαιρες
~
Ραγισμένο παράθυρο, ραγισμένη καρδιά,
προδομένη
Δε ξέρει
πια τι θέλει
Ή μάλλον
ξέρει
Την ηρεμία.
Αυτή αναζητά
~
Τα δάκρυά
της σταλαχτίτες στο
πρόσωπό της το
ψυχρό
Και μάτια
θάλασσες, φουρτουνιασμένες
Πού κρύβεται
άραγε η ηρεμία;
Στο άσπρο
του χιονιού, στα
δέντρα ή στα
βουνά;
Πού κρύβεται
άραγε ο ήλιος
με το χαμόγελό
του το βαθύ;
~
«Μα ήλιος
θα φανεί στο
πρόσωπο εκείνου»
ακούγεται μια
φωνή απ΄ το
θαμπό παράθυρο... Β. Μ.